- σκάρωμα
- τό1) сколачивание, сбивание; 2) причинение неприятности; 3) подвох
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκάρωμα — το, Ν [σκαρώνω] 1. σύλληψη ιδέας 2. επινόηση, εφεύρεση 3. (ναυπ.) κατασκευή τού σκελετού ναυπηγούμενου πλοίου … Dictionary of Greek
σκάρωμα — το, ατος το να σκαρώνει κάποιος κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυπήγηση — η κατασκευή πλοίου, αλλ. σκάρωμα πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)